Η ελληνική γλώσσα, πλούσια σε νοήματα, με ένα διαρκές και αδιάλειπτο δούναι και λαβείν, δανείων και αντιδανείων με τις άλλες ισχυρές και παραγωγικές γλώσσες της οικουμένης, εξελίσσεται ανάλογα με τις συνθήκες και τις κοινωνικοπολιτικές συγκυρίες. Παρ’ ότι εκφράσθηκαν οι: Όμηρος, Θουκυδίδης, Σολωμός, Κάλβος, Ρίτσος και αποτέλεσε τη γλώσσα των Αγίων Γραφών και των βυζαντινών χρονογραφημάτων, η πλειονότης των ομιλούντων αυτήν, διαπράττει ένα τεράστιο λάθος. Εξαιτίας γλωσσικής συγχύσεως, ενδεχομένως και εσωτερικής αναταραχής που προέρχεται απ’ το δέος που δημιουργεί η λέξη «Εξουσία», τη συνδέει με τη λέξη «Δύναμη».
Παρακολουθούμε, λοιπόν, επί χρόνια, να διαπράττεται το ίδιο ατόπημα, με αποτέλεσμα, στους εγκεφαλικούς μας θύλακες, να ενσωματώνεται νοηματικά ο δυνατός με τον εξουσιαστή και αναπόφευκτα να υφίστανται ταυτοσημότητα οι δύο λέξεις Δύναμη και Εξουσία.
Ιδιαίτερα στον χώρο της πολιτικής και της δημοσιογραφίας, στις πλείστες των περιπτώσεων, η συνωνυμία που επιχειρείται να αποδοθεί όσον αφορά την ερμηνεία των ανωτέρω λημμάτων, αποκτά διαστάσεις - ας μου επιτραπεί ο αυθαίρετος όρος - «αντιλεξικού».
Είναι γνωστός ο γλωσσικός κανόνας, ότι οι λέξεις δεν έχουν μία σημασία και μόνον αλλά πολλές. Καθίσταται έτσι προτιμότερη η αμηχανία μας μπροστά στον γλωσσικό πλούτο απ’ την αμηχανία μας ενώπιον μιας γλωσσικής ένδειας.
Απ’ αυτή την σχέση μέχρι την ολική διαστρέβλωση υπάρχει μεγάλη διαφορά.
Απαιτείται για τους πολιτικούς μας, κυρίως, που χρησιμοποιούν κατά κόρον τις λέξεις «Δύναμη» και «Εξουσία» να αντιληφθούν ότι τα βαθύτερα νοήματα που πηγάζουν εκ των δύο αυτών λημμάτων, δεν μπορούν να αποτυπώνουν την αυτή σημαινόμενη γνώση και ερμηνευτική ταυτοσημότητα.
Η Εξουσία είναι η εκπορευόμενη δυνατότητά μας λόγω δικαιώματος ή κάτι που προέρχεται ή εκχωρείται από τρίτους προς εμάς και δεν αποτελεί ισχυρό χαρακτηριστικό του εσώτερου εαυτού μας.
Τούτο σημαίνει ότι μπορούμε να διαθέτουμε εξουσία, από μια ψήφο, ένα αξίωμα, ένα όπλο στα χέρια μας, μια υπογραφή, έναν πλούσιο τραπεζικό λογαριασμό ή μια σειρά υλικών πραγμάτων, όπως σπίτια, αυτοκίνητα ή πολύ περισσότερο τη διεύρυνση του έμψυχου κύκλου μας, από φίλους, ομάδες, εργαζόμενους, γνωριμίες υψηλού επιπέδου και μια σειρά άλλων εξωγενών παραγόντων που διαμορφώνουν τον κύκλο του κοινωνικού μας συσχετισμού.
Η Δύναμη δεν έχει ανάγκη να δανειοδοτηθεί από κανέναν τρίτο, πρόσωπο ή πράγμα, και ουδόλως επιδεικνύεται, απλώς ενυπάρχει στον εσώτερο κόσμο του καθενός.
Η Εξουσία ρίχνει τα φώτα της αποκλειστικά πάνω στον εξουσιαστή για να διακρίνεται από τον εξουσιαζόμενο, ενώ αντιθέτως, η Δύναμη φωτίζει τους πέριξ αυτής με την εσωτερική της φλόγα.
Ο ακρωτηριασμένος ζωγράφος που δημιουργεί με το στόμα του τα αριστουργήματα της τέχνης του, εντάσσεται και σημειολογικά στο λήμμα «Δύναμη». Ο πλούσιος αγοραστής που ανοίγει το πορτοφόλι του, βγάζει 1.000 δολάρια και αγοράζει τον πίνακα, εκπροσωπεί την «Εξουσία».
Ο πολιτικός που χρησιμοποιεί την ψήφο του για ιδιοτελείς σκοπούς, ή καθίσταται εξωνημένος και αργυρώνητος για τη διασφάλιση και τη συνέχιση του κοινοβουλευτικού του αξιώματος, όχι μέσω λαού αλλά μέσω προωθητικών κυκλωμάτων, ασκεί Εξουσία επάνω στον ψηφοφόρο του εφόσον αντιστρέφονται οι όροι. Ο πολιτικός που με μια ματιά του απορριπτική προς τις σειρήνες του πολιτικού εκμαυλισμού και εκφυλισμού, ακολουθεί το δρόμο της συνείδησής του, διαθέτει Δύναμη.
Η Δύναμη είναι το φανάρι που κρατά ο εσώτερος κόσμος του κάθε ανθρώπου και η λάμψη αντανακλά στο πρόσωπό του. Απ’ την καθάρια φωτεινή του όψη, διαχέεται φωτισμός στους πέριξ αυτού κι έτσι έχουμε και τους ετερόφωτους ή εκείνους που εμπνέονται απ’ την προσωπικότητα του φωτισμένου.
Η Εξουσία, όμως, είναι ο ηλεκτρικός λαμπτήρας που φωτίζει εξωτερικά τον άνθρωπο, αφήνοντας εσωτερικά το σκοτάδι να παραμένει ως έχει. Αν σβήσει ο λαμπτήρας, τότε και η εξωτερική του πλευρά σκοτεινιάζει.
Τι είναι άραγε ο βουλευτής άνευ του βουλευτικού του θώκου; Ο αξιωματικός χωρίς τις επωμίδες του; Ο διευθυντής δίχως την υπογραφή του; Ο οχλοκράτης χωρίς τον όχλο του; Ο δημοσιογράφος δίχως τη στήλη του; Ο επιχειρηματίας χωρίς την εταιρεία του; Ο ληστής χωρίς το όπλο του;
Τίποτε απολύτως όσον αφορά την εξουσία που είχε και διαδραμάτιζε τον ρόλο του ως εξουσιαστής.
Ο γυμνός και χαραγμένος απ’ τις ουλές του πόνου και της αντίστασης χαράκτης Γιώργος Φαρσακίδης, είχε Δύναμη όταν σκίτσαρε με το αίμα του τα βασανισμένα κορμιά στο Σύρμα της Μακρονήσου. Ο βασανιστής του είχε απλώς Εξουσία.
Η Δύναμη, λοιπόν, είναι ανώτερη της Εξουσίας και ουδεμία ταυτοσημότητα ή συνωνυμία υπάρχει μεταξύ τους.
Είναι λυπηρό, λοιπόν, να υπάρχουν εκπρόσωποι του λαού μας, που θεωρούν ότι είναι δυνατοί επειδή απλά και μόνο διαθέτουν φρουρό, οδηγό, γραφείο και προνόμια.
Μια εξουσία πρόσκαιρη διαθέτουν και το μόνο συστατικό στο οποίο θεμελιώνουν την εξουσιαστική τους κομπορρημοσύνη, είναι η άγνοια της αδυναμίας τους, την οποία ένεκα ημιμάθειας βαφτίζουν Δύναμη. Είναι όμως ξεκάθαρες οι έννοιες: Δύναμη ήταν η στάση του Γκάντι. Εξουσία η συμπεριφορά των Εγγλέζων.
Δεν είναι διόλου τυχαίο που και ο Γάλλος υπουργός εξωτερικών Ταλεϋράνδος τελούσε υπό καθεστώς ερμηνευτικής σύγχυσης όταν δήλωνε: «Κανένας αποχαιρετισμός στον κόσμο δεν είναι τόσο βαρύς όσο ο αποχαιρετισμός της δύναμης της εξουσίας». Τοποθετεί λαθεμένα μαζί τη Δύναμη και την Εξουσία.
Καλύτερη όμως διασαφήνιση της ειδοποιού διαφοράς, Δύναμης και Εξουσίας, δεν θα μπορούσε να δοθεί άλλη απ’ αυτήν, του αμερικανού στρατηγού Νόρμαν Σβάρτσκοπφ, που δήλωνε λίγα χρόνια μετά την πρώτη εισβολή στο Ιράκ το 1991: «Πριν ένα χρόνο διοικούσα 500.000 ανθρώπους. Σήμερα δεν μπορώ να βρω έναν υδραυλικό για την κουζίνα μου»
Αυτά ας τα έχουν υπόψη τους, κάθε λογής πολιτικάντηδες, που τοποθετούν στο γλωσσικό εννοιολογικό μίξερ, τη Δύναμη μαζί με την Εξουσία...