Σήμερα, ο χώρος της τέχνης δοκιμάζεται ποικιλοτρόπως, ευρέως και όχι μόνο στην Ελλάδα. Το ανθρώπινο δυναμικό του πολιτιστικού-καλλιτεχνικού γίγνεσθαι αγωνιά για την ομαλή διεξαγωγή της διαχείρισης και κυρίως της χρηματοδότησης και της στήριξης των παραγωγών, όπως και για την ποιότητα των παραγόμενων έργων.
Μεγάλη μερίδα των πολιτών, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, ξοδεύουν τις περιουσίες τους, μέσα από τους μονοδρόμους της μαύρης οικονομίας, για να στηρίξουν τα ενδιαφέροντα, τις ευαισθησίες τους, τις δραστηριότητες και τις παραγωγές τους. Αυτοί είναι κυρίως οι μη χρηματοδοτούμενοι πολιτιστικοί φορείς και καλλιτέχνες.
Οι πολλοί που ζουν με την προσμονή να εκφραστούν στο κοινό τους, μαζί με τους λίγους, που παρουσιάζουν τακτικά και αυξανόμενα εισοδήματα, στηρίζουν τις κοινωνίες, τις αγορές και τα κράτη, που αποκομίζουν με τη σειρά τους, μεγάλα οφέλη και κέρδη, δίχως όμως να επιστρέφουν στο σύνολο των πολιτών τα ανάλογα.
Αυτό είναι ένα μεγάλο κοινωνικό ζήτημα, που φέρνει τους πολίτες αντιμέτωπους με τον εαυτό τους και τις επιλογές τους, να δέχονται την ταπείνωση και την κοινωνική αναστάτωση που εκφράζεται με τρόμο και οδύνη, και να βιώνουν την εξαπάτηση από την πολιτεία, που ζει κάτω από το φόβο της πολιτικής επιβίωσης και του ελέγχου.
Η μαύρη οικονομία, στον πολιτισμό, στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ίσως να ανέρχεται σε τρισεκατομμύρια ευρώ, με ανοιχτό το ενδεχόμενο οι πολυεθνικές εταιρείες να χρησιμοποιούν κεφάλαια από συναλλαγές πολιτιστικών αγαθών, υπηρεσιών και προϊόντων για χρήσεις εταιρικής ανάπτυξης ή ανταγωνισμού.
Η πολιτιστική οικονομία είναι το κρυφό χρηματοκιβώτιο της πραγματικής οικονομίας.
Οι δράσεις πολιτισμού δημιουργούν μεγάλες επιστροφές στην πολιτεία. Ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι γνωστό ποιες είναι οι αποδόσεις του πολιτισμού στις οικονομίες των ευρωπαϊκών χωρών, δηλαδή η συμβολή του στο ΑΕΠ, στην Ελλάδα οι χρήσεις χάνονται στα Τάρταρα του κρατικού μηχανισμού και της γραφειοκρατίας.
Οι αναγνωρισμένες προσπάθειες που γίνονται σε ακαδημαϊκό και στατιστικό επίπεδο, για την καταγραφή των οικονομικών αποτελεσμάτων του πολιτισμού, δημιουργούν περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις. Ένα έμπειρο μάτι θα μπορούσε εύκολα να αναφερθεί σε σειρά ελλείψεων, που δημιουργούν οι ίδιες οι αποτυπώσεις.
Τίποτα όμως δεν δίνει απάντηση στα ερωτήματα: Ποιος είναι ο όγκος των παραγόμενων κεφαλαίων στις τέχνες ανά τόπο, χρόνο, κλάδο, χρήση, συνεργασίες, διακρατικές συμφωνίες και ανθρώπινου δυναμικού (και ποιοτικά) και πού πηγαίνουν αυτά τα χρήματα ή ειδικά ποιες ανάγκες καλύπτουν (εξαιρώ νέους πόρους της ΕΕ).
Το ΥΠ.ΠΟ.Α σε συνεργασία με τα Υπουργεία Οικονομικών, Εξωτερικών και Ανάπτυξης, θα μπορούσε να ενημερώνει τακτικά τους πολίτες, να παρουσιάζει αναλυτικά τα ευρήματα και τα αποτελέσματα και να ορίζει επιστροφές στους πολίτες, μέσα από προγράμματα μιας ουσιαστικής πολιτιστικής πολιτικής.
Στην πραγματικότητα, όμως, μας φανερώνεται μια διαφορετική ατζέντα με ανομολόγητες προσδοκίες, που κρατά χαμηλά τα επίπεδα ανταγωνιστικότητας και τα εισοδήματα των καλλιτεχνών και πολιτιστικών φορέων, καταδικάζοντάς τους στη λήθη και στην πενία, θυσία στο φόβο της απώλειας του ελέγχου της αγοράς.
Ενδεικτικά, το 2017 η έκτακτη επιχορήγηση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, για τη ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών του, ανήλθε στα 60.493.452,00 €, ενώ η συνολική επιχορήγηση του ΥΠ.ΠΟ.Α. στους φορείς των περιφερειών Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας, για το 2017 ανήλθε σε 53.226.211,13 ευρώ.
Τέτοια παραδείγματα τα βρίσκουμε διάσπαρτα στην ελληνική πολιτιστική οικονομία. Βέβαια, κανένας δεν κατηγορεί αξιόλογους και αναγκαίους οργανισμούς, τις διαχειρίσεις τους ή τους εργαζομένους, αλλά ρίχνοντάς τα και στο απρόσωπο σύστημα λίγο συμβάλλουμε στην επίλυση των προβλημάτων αυτών. Τα αποτελέσματα, παραμένουν αυτά που είναι και κάτι μας ομολογούν.
Μας φανερώνουν πως, όταν ανά τον κόσμο άλλοι όμοιοι οργανισμοί και φορείς με περισσότερους αριθμητικά εργαζόμενους, ανάλογα δραστήρια αγορά, και συμμετοχή από το κοινό, ευημερούν, αγγίζει τα όρια του παραλόγου οι ελληνικοί φορείς να παρουσιάζουν τέτοια κραυγαλέα αποτυχία εσόδων ή μήπως δεν είναι έτσι;
Αυτήν τη συνθήκη την επιβεβαιώνουν και τα ίδια τα αποτελέσματα. Δηλαδή αν συνέβαινε κάτι διαφορετικό από αυτό και η πολιτεία είχε τη γνώση, το ενδιαφέρον, τη διάθεση και το μηχανισμό εκπόνησης της πολιτιστικής πολιτικής και διαχείρισης, απλά θα το γνωρίζαμε... από τα αποτελέσματα.
Στην κρίση, μπορούμε να φορτώσουμε πολλά, αλλά όχι το αρνητικό πρόσημο στην παραγωγικότητα των κλάδων του πολιτισμού. Δεν υπάρχει κανένας παραλογισμός, υπάρχει επιλογή, στόχευση, εφαρμογή σχεδίου και άγνοια, που αφαιρεί την αξιοπρέπεια, την ανάγκη για καλλιέργεια και πολιτισμική ανάταση από τους πολίτες.
Μια πολιτική που δεν ικανοποιεί το κοινωνικό και το εθνικό συμφέρον, τους πολλούς αλλά και τους λίγους, την κοινωνική ομαλότητα και ανάπτυξη, μια πολιτική που δεν επιβαρύνει τους μεν υπέρ των δε, είναι μια άσχημη και κακοζάκανη πολιτική, που στηρίζει τη μαύρη οικονομία, με τον χειρότερο και τον πιο επίσημο τρόπο.
Αυτή η πολιτική ομοιάζει περισσότερο με αυτούς τους άμοιρους που την εμπνεύστηκαν και την εφαρμόζουν. Αυτή η πολιτική τρέφεται με τη δημιουργικότητα των πολιτών, που μέσα στην άγνοιά τους θυσιάζονται στους τοπικούς βωμούς, που είναι στημένοι περίτεχνα από ορισμένα “τοπικά ή εθνικά συμφέροντα και κέντρα”.
Σε εκατό χρόνια, κανείς δεν θα θυμάται αυτούς τους πολιτικούς και τους διαχειριστές της κακιάς ώρας. Θα έχουν φύγει, έτσι όπως επέλεξαν να ζήσουν τις ζωές τους, σαν σκιές.
Όλοι όμως, πάντα θα αναζητούν να χαθούν στις λέξεις του Ελύτη, να λικνιστούν και να ερωτευτούν στους ήχους τον Χατζιδάκι και να ευαισθητοποιηθούν με χαμόγελο βλέποντας «Το Κρυφό Σχολειό» του Γύζη. Αυτοί που έχουν το λάμπαδο του πολιτισμού και της δημιουργικότητας μέσα τους, θα ακολουθήσουν τα βήματά τους μέχρι να γίνουν ένα με την ιστορία.
Να γίνουμε ένα με την ιστορία. Αυτός είναι ένας λαμπρός σκοπός. Αυτό που αποκαλούμε τέχνες, πολιτισμό και πολιτιστική κληρονομιά δημιουργείται σήμερα γιατί σήμερα η δημιουργικότητα ίπταται στον αέρα, μέσα από τις δικές της καύσεις. Σήμερα αποκαλύπτεται στις σμιλευμένες πέτρες, σήμερα χαρίζει αυτοπεποίθηση, αποδοχή και ενσυναίσθηση και χαρίζεται μέσα από την ιστορία και την ταυτότητα του τόπου και των ανθρώπων.
* Ο Παναγιώτης Νόιφελτ είναι Ιδρυτής και Πρόεδρος του Διεθνούς Ανεξάρτητου Συμβουλίου Τεχνών (International Independent Arts Council), του Συμβουλίου Τεχνών της Ελλάδας (Arts Council of Greece) και Ιδρυτής της Πολιτιστικής Αριστεράς (Cultural Left) και της παραγωγικής της δομής της Δημιουργικής Αριστεράς (Creative Left).